- ἔστυψαν
- ἔστῡψαν , στύφωcontractaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άστυφτος — η, ο αυτός που δεν τον έστυψαν, δεν τον ζούλησαν για να βγει ο χυμός του ή το νερό του: Άπλωσε τα ρούχα άστυφτα, γιατί τα χέρια της πονούσαν και δεν είχε πια δύναμη να τα στύψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)